Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λουκούλλειος η λουκούλλεια το λουκούλλειο
      γενική του λουκούλλειου της λουκούλλειας του λουκούλλειου
    αιτιατική τον λουκούλλειο τη λουκούλλεια το λουκούλλειο
     κλητική λουκούλλειε λουκούλλεια λουκούλλειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λουκούλλειοι οι λουκούλλειες τα λουκούλλεια
      γενική των λουκούλλειων των λουκούλλειων των λουκούλλειων
    αιτιατική τους λουκούλλειους τις λουκούλλειες τα λουκούλλεια
     κλητική λουκούλλειοι λουκούλλειες λουκούλλεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λουκούλλειος < (λόγιο δάνειο) ιταλική luculliano < λατινική Lucull(us) (o Ρωμαίος Λούκουλλος) + -iano (-ειος). Διαφορετική η σημασία της ελληνιστική κοινή «τά Λουκούλλεια» (γιορτές προς τιμήν του Λούκουλλου).[1]

  Επίθετο επεξεργασία

λουκούλλειος, -α, -ο

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία