καταπέτασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταπέτασμα < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταπετάννυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαταπέτασμα ουδέτερο
- διαχωριστικό χώρων, πχ κουρτίνα
Εκφράσεις
επεξεργασία- τρώω το καταπέτασμα: τρώω πολύ μεγάλη ποσότητα φαγητού