λουκούλλειο γεύμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λουκούλλειο γεύμα | τα | λουκούλλεια γεύματα |
γενική | του | λουκούλλειου γεύματος | των | λουκούλλειων γευμάτων |
αιτιατική | το | λουκούλλειο γεύμα | τα | λουκούλλεια γεύματα |
κλητική | λουκούλλειο γεύμα | λουκούλλεια γεύματα | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λουκούλλειο γεύμα < → δείτε τις λέξεις λουκούλλειος και γεύμα
Προφορά επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις λουκούλλειος και γεύμα
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
λουκούλλειο γεύμα ουδέτερο
- (γαστρονομία) πολυτελές γεύμα, με εκλεκτά φαγητά
Μεταφράσεις επεξεργασία
λουκούλλειο γεύμα