Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λούκουλλος < (άμεσο δάνειο) λατινική Lucullus

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λούκουλλος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

ιταλικά:

νέα ελληνικά:

  Πηγές επεξεργασία