Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιμπούσι τα τσιμπούσια
      γενική του τσιμπουσιού των τσιμπουσιών
    αιτιατική το τσιμπούσι τα τσιμπούσια
     κλητική τσιμπούσι τσιμπούσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιμπούσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çümbüş [1] < περσική جنبش (cunbīş)

Σημειώσεις επεξεργασία

Πιθανόν η λέξη τσιμπούσι να είναι παραφθορά, δια μέσου των αιώνων, της αρχαιοελληνικής λέξεως συμπόσιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσιμπούσι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αναφορές επεξεργασία