↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιποπρωτεΐνη οι λιποπρωτεΐνες
      γενική της λιποπρωτεΐνης των λιποπρωτεϊνών
    αιτιατική τη λιποπρωτεΐνη τις λιποπρωτεΐνες
     κλητική λιποπρωτεΐνη λιποπρωτεΐνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιποπρωτεΐνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική lipoprotein < αρχαία ελληνική λίπος + γερμανική Protein < ελληνιστική κοινή πρωτεῖος < αρχαία ελληνική πρῶτος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /li.po.pro.teˈi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐πο‐πρω‐τε‐ΐ‐νη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιποπρωτεΐνη θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία