↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιπιδαιμικός η λιπιδαιμική το λιπιδαιμικό
      γενική του λιπιδαιμικού της λιπιδαιμικής του λιπιδαιμικού
    αιτιατική τον λιπιδαιμικό τη λιπιδαιμική το λιπιδαιμικό
     κλητική λιπιδαιμικέ λιπιδαιμική λιπιδαιμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιπιδαιμικοί οι λιπιδαιμικές τα λιπιδαιμικά
      γενική των λιπιδαιμικών των λιπιδαιμικών των λιπιδαιμικών
    αιτιατική τους λιπιδαιμικούς τις λιπιδαιμικές τα λιπιδαιμικά
     κλητική λιπιδαιμικοί λιπιδαιμικές λιπιδαιμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιπιδαιμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική lipidaemic / lipidemic < αρχαία ελληνική λίπος + αἷμα

  Επίθετο

επεξεργασία

λιπιδαιμικός

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία