λιθοτριψία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιθοτριψία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική lithotripsie < αρχαία ελληνική λίθος + τρῖψις < τρίβω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /li.θo.tri.ˈpsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐θο‐τρι‐ψί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλιθοτριψία θηλυκό
- (ιατρική) θεραπευτική επέμβαση για τον θρυμματισμό των λίθων στα νεφρά ή στην ουροδόχο κύστη, ώστε να αποβληθούν από τον οργανισμό ή να μειωθούν οι πόνοι
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Lithotripsy στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιθοτριψία
|