↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιθοτριψία οι λιθοτριψίες
      γενική της λιθοτριψίας των λιθοτριψιών
    αιτιατική τη λιθοτριψία τις λιθοτριψίες
     κλητική λιθοτριψία λιθοτριψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λιθοτριψία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική lithotripsie < αρχαία ελληνική λίθος + τρῖψις < τρίβω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /li.θo.tri.ˈpsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λι‐θο‐τρι‐ψί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λιθοτριψία θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία