Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λειψανάβατος η λειψανάβατη το λειψανάβατο
      γενική του λειψανάβατου της λειψανάβατης του λειψανάβατου
    αιτιατική τον λειψανάβατο τη λειψανάβατη το λειψανάβατο
     κλητική λειψανάβατε λειψανάβατη λειψανάβατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λειψανάβατοι οι λειψανάβατες τα λειψανάβατα
      γενική των λειψανάβατων των λειψανάβατων των λειψανάβατων
    αιτιατική τους λειψανάβατους τις λειψανάβατες τα λειψανάβατα
     κλητική λειψανάβατοι λειψανάβατες λειψανάβατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λειψανάβατος < μεσαιωνική ελληνική λειπανάβατος[1] / λειψανάβατος[2] < αρχαία ελληνική λείπω + ἀναβαίνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /li.psaˈna.va.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λει‐ψα‐νά‐βα‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

λειψανάβατος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. λειπανάβατος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. λειψανάβατος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)