Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαχούρι τα λαχούρια
      γενική του λαχουριού των λαχουριών
    αιτιατική το λαχούρι τα λαχούρια
     κλητική λαχούρι λαχούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ύφασμα με λαχούρια.

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαχούρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική lahuri < δυτική παντζάμπι لہور (ləhoːr: Λαχόρη, πόλη στο Πακιστάν)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /laˈxu.ɾi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαχούρι ουδέτερο

  1. συγκεκριμένο χαρακτηριστικό σχέδιο ή μοτίβο πάνω σε ύφασμα
  2. (συνεκδοχικά) το (λεπτό) ύφασμα με τέτοιο μοτίβο ή σχέδιο
  3. (κατ’ επέκταση) σάλι

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία