λαρυγγισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαρυγγισμός < λάρυγξ + -ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαρυγγισμός αρσενικό
- ο ήχος που σχηματίζεται στο λάρυγγα, χωρίς να αλλοιωθεί από το στόμα ή τη μύτη
- γρήγορη επανάληψη των φθόγγων ενός τραγουδιού στον ίδιο χρόνο
- ακούσια σύσπαση των μυών του λάρυγγα που προκαλεί φράξιμο της γλωττίδας και ασφυξία
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λαρυγγισμός
|