Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαρυγγικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λαρυγγικ
ός
η
λαρυγγικ
ή
το
λαρυγγικ
ό
γενική
του
λαρυγγικ
ού
της
λαρυγγικ
ής
του
λαρυγγικ
ού
αιτιατική
τον
λαρυγγικ
ό
τη
λαρυγγικ
ή
το
λαρυγγικ
ό
κλητική
λαρυγγικ
έ
λαρυγγικ
ή
λαρυγγικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λαρυγγικ
οί
οι
λαρυγγικ
ές
τα
λαρυγγικ
ά
γενική
των
λαρυγγικ
ών
των
λαρυγγικ
ών
των
λαρυγγικ
ών
αιτιατική
τους
λαρυγγικ
ούς
τις
λαρυγγικ
ές
τα
λαρυγγικ
ά
κλητική
λαρυγγικ
οί
λαρυγγικ
ές
λαρυγγικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαρυγγικός
<
λάρυγγας
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
la.ɾiŋ.ɟiˈkos
/
Επίθετο
επεξεργασία
λαρυγγικός
που αναφέρεται στο
λάρυγγα
(
για φθόγγο
) που σχηματίζεται βαθιά στο λάρυγγα,
τραχύς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαρυγγικός
αγγλικά
:
laryngeal
(en)
,
guttural
(en)