λαρυγγοσκόπηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαρυγγοσκόπηση | οι | λαρυγγοσκοπήσεις |
γενική | της | λαρυγγοσκόπησης* | των | λαρυγγοσκοπήσεων |
αιτιατική | τη | λαρυγγοσκόπηση | τις | λαρυγγοσκοπήσεις |
κλητική | λαρυγγοσκόπηση | λαρυγγοσκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, λαρυγγοσκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λαρυγγοσκόπηση < (καθαρεύουσα) λαρυγγοσκόπη(σις) + -ση: λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική laryngoscopie < αρχαία ελληνική λάρυγξ + -σκόπησις. Μορφολογικά αναλύεται σε λαρυγγο- + -σκόπηση.[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /la.ɾiŋ.ɡoˈsko.pi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐ρυγ‐γο‐σκό‐πη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαρυγγοσκόπηση θηλυκό
- (ιατρική) η εξέταση του λάρυγγα και των φωνητικών χορδών με όργανα όπως το λαρυγγοσκόπιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαρυγγοσκόπηση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λαρυγγοσκόπηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας