λαρυγγοσκόπησις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαρυγγοσκόπησις (μαρτυρείται από το 1879) [1] → και δείτε τη λέξη λαρυγγοσκόπηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαρυγγοσκόπησις, -εως θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 593, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου