↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / λαμβάμων οἱ/αἱ λαμβάμονες
      γενική τοῦ/τῆς λαμβάμονος τῶν λαμβαμόνων
      δοτική τῷ/τῇ λαμβάμον τοῖς/ταῖς λαμβάμοσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν λαμβάμον τοὺς/τὰς λαμβάμονᾰς
     κλητική ! λαμβάμον λαμβάμονες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαμβάμονε
γεν-δοτ τοῖν  λαμβαμόνοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «μέμνων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαμβάμων < αρχαία ελληνική λαμβάνω + -βάμων (< βαίνω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαμβάμων αρσενικό ή θηλυκό