λαμβάμων
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | λαμβάμων | οἱ/αἱ | λαμβάμονες |
γενική | τοῦ/τῆς | λαμβάμονος | τῶν | λαμβαμόνων |
δοτική | τῷ/τῇ | λαμβάμονῐ | τοῖς/ταῖς | λαμβάμοσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν/τὴν | λαμβάμονᾰ | τοὺς/τὰς | λαμβάμονᾰς |
κλητική ὦ! | λαμβάμον | λαμβάμονες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λαμβάμονε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λαμβαμόνοιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «μέμνων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λαμβάμων < αρχαία ελληνική λαμβάνω + -βάμων (< βαίνω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαμβάμων αρσενικό ή θηλυκό
- (άπαξ λεγόμενον) άτομο που παίρνει / λαμβάνει κάποιον και τον βοηθάει να μετακομίσει σε άλλο μέρος
- ※ Καὶ δὴ προσκαλεσάμενοι ὁ κὺρ Ἰωάσαφ λαμβάμονα, ἐμισθώσατο τοῦτον, ὅπως κατασκευάσει ἀνελθεῖν ἐν τῇ πλησίον τοῦ Μετεώρου πέτρα. Πυκτεύσας οὖν πλεῖστα, μόλις Θεοῦ βοηθείας, ἀνῆλθεν· ἔτη ἀπὸ κτίσεως κόσμου ͵ςωϟηʹ. Ἔκτοτε οὖν, μετεκομίσατο τὰς ἐκεῖσε χρείας, καὶ ἀναρτήσας κλίμακα, καὶ καλῳδίοις σκευασάμενος, ἀνήγαγεν τὴν παρακομιδήν. Εἴτα καὶ κατοικίαν ἐδείματο τὴν ἀρκοῦσαν·
- Νεῖλος Σταυρᾶς, Πάτρια, εἴτουν ἐξήγησις πέτρας τῆς λεγομένης Ὑψηλοτέρας, ὅπως δὲ οἰκείσθη καὶ πόθεν ἔλαχεν καὶ παρὰ τίνων τὴν ἀρχὴν ἔλαβε, 1407. Έκδοση: Νίκος Βέης, «Συμβολὴ εἰς τὴν ἱστορίαν τῶν μονῶν τῶν Μετεώρων», Βυζαντίς, 1 (1909) 276.
- ※ Καὶ δὴ προσκαλεσάμενοι ὁ κὺρ Ἰωάσαφ λαμβάμονα, ἐμισθώσατο τοῦτον, ὅπως κατασκευάσει ἀνελθεῖν ἐν τῇ πλησίον τοῦ Μετεώρου πέτρα. Πυκτεύσας οὖν πλεῖστα, μόλις Θεοῦ βοηθείας, ἀνῆλθεν· ἔτη ἀπὸ κτίσεως κόσμου ͵ςωϟηʹ. Ἔκτοτε οὖν, μετεκομίσατο τὰς ἐκεῖσε χρείας, καὶ ἀναρτήσας κλίμακα, καὶ καλῳδίοις σκευασάμενος, ἀνήγαγεν τὴν παρακομιδήν. Εἴτα καὶ κατοικίαν ἐδείματο τὴν ἀρκοῦσαν·