↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρακομιδή αἱ παρακομιδαί
      γενική τῆς παρακομιδῆς τῶν παρακομιδῶν
      δοτική τῇ παρακομιδ ταῖς παρακομιδαῖς
    αιτιατική τὴν παρακομιδήν τὰς παρακομιδᾱ́ς
     κλητική ! παρακομιδή παρακομιδαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρακομιδᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  παρακομιδαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρακομιδή < παρακομίζω < παρα- + κομίζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρακομιδή (ῐ) θηλυκό

  1. μεταβίβαση
  2. μεταφορά
    ※  ἥ τε τῶν ἐπιτηδείων παρακομιδὴ ἐκ τῆς Εὐβοίας, πρότερον ἐκ τοῦ Ὠρωποῦ κατὰ γῆν διὰ τῆς Δεκελείας θάσσων οὖσα, περὶ Σούνιον κατὰ θάλασσαν πολυτελὴς ἐγίγνετο. (Θουκυδίδης, Ιστορία, Ζ 28)
  3. διάβαση
    ※  ἐν δὲ τῇ παρακομιδῇ τῇ ἐς τὴν Σικελίαν καὶ πάλιν ἀναχωρήσει καὶ ἐν τῇ Ἰταλίᾳ τισὶ πόλεσιν ἐχρημάτισε περὶ φιλίας τοῖς Ἀθηναίοις, καὶ Λοκρῶν ἐντυγχάνει τοῖς ἐκ Μεσσήνης ἐποίκοις ἐκπεπτωκόσιν, οἳ μετὰ τὴν τῶν Σικελιωτῶν ὁμολογίαν στασιασάντων Μεσσηνίων καὶ ἐπαγαγομένων τῶν ἑτέρων Λοκροὺς ἔποικοι ἐξεπέμφθησαν, καὶ ἐγένετο Μεσσήνη Λοκρῶν τινὰ χρόνον. (Θουκυδίδης, Ιστορία, Ε,5,1)
    λείπει η μετάφραση
  4. συμπλήρωση