καλῴδιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | καλῴδιον | τὰ | καλῴδιᾰ |
γενική | τοῦ | καλῳδίου | τῶν | καλῳδίων |
δοτική | τῷ | καλῳδίῳ | τοῖς | καλῳδίοις |
αιτιατική | τὸ | καλῴδιον | τὰ | καλῴδιᾰ |
κλητική ὦ! | καλῴδιον | καλῴδιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλῳδίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καλῳδίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλῴδιον < υποκοριστικό του κάλως
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλῴδιον ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καλῴδιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καλῴδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.