λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατασκεύασις αἱ κατασκευάσεις
      γενική τῆς κατασκευάσεως τῶν κατασκευάσεων
      δοτική τῇ κατασκευάσει ταῖς κατασκευάσεσι(ν)
    αιτιατική τὴν κατασκεύασιν τὰς κατασκευάσεις
     κλητική ! κατασκεύασι κατασκευάσεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατασκεύασις < κατασκευά(ζω) + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατασκεύασις θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα τού κατασκευάζω
  2. εξοπλισμός
    ※  Καὶ δὴ προσκαλεσάμενοι ὁ κὺρ Ἰωάσαφ λαμβάμονα, ἐμισθώσατο τοῦτον, ὅπως κατασκευάσει ἀνελθεῖν ἐν τῇ πλησίον τοῦ Μετεώρου πέτρα. Πυκτεύσας οὖν πλεῖστα, μόλις Θεοῦ βοηθείας, ἀνῆλθεν· ἔτη ἀπὸ κτίσεως κόσμου ͵ςωϟηʹ. Ἔκτοτε οὖν, μετεκομίσατο τὰς ἐκεῖσε χρείας, καὶ ἀναρτήσας κλίμακα, καὶ καλῳδίοις σκευασάμενος, ἀνήγαγεν τὴν παρακομιδήν. Εἴτα καὶ κατοικίαν ἐδείματο τὴν ἀρκοῦσαν·
    Νεῖλος Σταυρᾶς, Πάτρια, εἴτουν ἐξήγησις πέτρας τῆς λεγομένης Ὑψηλοτέρας, ὅπως δὲ οἰκείσθη καὶ πόθεν ἔλαχεν καὶ παρὰ τίνων τὴν ἀρχὴν ἔλαβε, 1407. Έκδοση: Νίκος Βέης, «Συμβολὴ εἰς τὴν ἱστορίαν τῶν μονῶν τῶν Μετεώρων», Βυζαντίς, 1 (1909) 276

Συγγενικά

επεξεργασία