κατασκευάσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακατασκευάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κατασκευάζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατασκευάζω
- θα κατασκευάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατασκευάζω