κόλπωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κόλπωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κόλπωμα < κόλπ(ος) + -ωμα
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkol.po.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κόλ‐πω‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κόλπωμα ουδέτερο
- (ανατομία) προβολές του βλεννογόνου (σαν μικρά σακουλάκια) μέσα από τρύπες που δημιουργούνται στους μύες που περιβάλλουν τον πεπτικό σωλήνα στο πεπτικό σύστημα
- (λόγιο) πλατιά πτύχωση
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κόλπωμα
|