Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόλπωση οι κολπώσεις
      γενική της κόλπωσης* των κολπώσεων
    αιτιατική την κόλπωση τις κολπώσεις
     κλητική κόλπωση κολπώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κολπώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. κόλπωση < κόλπος + -ωση < αρχαία ελληνική κόλπος
  2. κόλπωση < ελληνιστική κοινή κόλπωσις < κολπόω < αρχαία ελληνική κόλπος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkol.po.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κόλ‐πω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόλπωση θηλυκό

  1. ο σχηματισμός κόλπου σε θαλάσσιο, ποτάμιο ή άλλο περιβάλλον
  2. πλατιά πτύχωση
    άλλες μορφές: κόλπωμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία