εκκόλπωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκκόλπωμα < εκ- + κόλπος + -ωμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική infundibulum)
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκκόλπωμα ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κόλπος
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκκόλπωμα