↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυτταρόλυση οι κυτταρολύσεις
      γενική της κυτταρόλυσης* των κυτταρολύσεων
    αιτιατική την κυτταρόλυση τις κυτταρολύσεις
     κλητική κυτταρόλυση κυτταρολύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυτταρολύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυτταρόλυση < κύτταρο + -ο- + λύση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cytolysis)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυτταρόλυση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία