κυτταρολυσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυτταρολυσία < κυτταρόλυση + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cytolysis)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυτταρολυσία θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του κυτταρόλυση
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυτταρολυσία
|