↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυτταροκαλλιέργεια οι κυτταροκαλλιέργειες
      γενική της κυτταροκαλλιέργειας των κυτταροκαλλιεργειών
    αιτιατική την κυτταροκαλλιέργεια τις κυτταροκαλλιέργειες
     κλητική κυτταροκαλλιέργεια κυτταροκαλλιέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυτταροκαλλιέργεια < κυτταρο- + καλλιέργεια, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cell culture

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ci.ta.ɾo.ka.liˈeɾ.ʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυτ‐τα‐ρο‐καλ‐λι‐έρ‐γει‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυτταροκαλλιέργεια θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία