Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρυοχημεία οι κρυοχημείες
      γενική της κρυοχημείας των κρυοχημειών
    αιτιατική την κρυοχημεία τις κρυοχημείες
     κλητική κρυοχημεία κρυοχημείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρυοχημεία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cryochimie < αρχαία ελληνική κρυο- + γαλλική chimie < alchimie < μεσαιωνική λατινική alchemia < αραβική ال (al, άρθρο) + كيمياء (kīmiyā’) < ελληνιστική κοινή χυμεία < αρχαία ελληνική χύμα < χέω (αντιδάνειο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kri.o.çiˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρυ‐ο‐χη‐μεί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρυοχημεία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία