κρετίνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κρετίνος | οι | κρετίνοι |
γενική | του | κρετίνου | των | κρετίνων |
αιτιατική | τον | κρετίνο | τους | κρετίνους |
κλητική | κρετίνε | κρετίνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κρετίνος < ιταλική cretino < (λόγιο δάνειο) γαλλική crétin[1] < λατινική christianus < ελληνιστική κοινή χριστιανός (αντιδάνειο) < Χριστός < χριστός < αρχαία ελληνική χρίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰrēy- (χρίω, επαλείφω < *gʰer- (τρίβω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρετίνος αρσενικό, κρετίνα θηλυκό
- άτομο που πάσχει από κρετινισμό, λόγω θυρεοειδούς ανεπάρκειας
- (μεταφορικά) ανόητος, ηλίθιος
Σημειώσεις
επεξεργασία- Το ουσιαστικό είναι αρσενικού γένους, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς άρθρο ως προσδιορισμός και για γυναίκες. Το θηλυκό κρετίνα χρησιμοποιείται σε ανεπίσημες περιστάσεις μόνο, και μόνο για τη σημασία «καθυστερημένος».
- Αυτή η γυναίκα είναι κρετίνος.
- Άκου τι μου είπε η κρετίνα.
Συγγενικά
επεξεργασία- κρετινισμός
- → δείτε τις λέξεις χριστιανός και Χριστός
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ κρετίνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας