Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρετίνος οι κρετίνοι
      γενική του κρετίνου των κρετίνων
    αιτιατική τον κρετίνο τους κρετίνους
     κλητική κρετίνε κρετίνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρετίνος < ιταλική cretino < (λόγιο δάνειο) γαλλική crétin[1] < λατινική christianus < ελληνιστική κοινή χριστιανός (αντιδάνειο) < Χριστός < χριστός < αρχαία ελληνική χρίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰrēy- (χρίω, επαλείφω < *gʰer- (τρίβω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρετίνος αρσενικό, κρετίνα θηλυκό

  1. άτομο που πάσχει από κρετινισμό, λόγω θυρεοειδούς ανεπάρκειας
  2. (μεταφορικά) ανόητος, ηλίθιος

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Το ουσιαστικό είναι αρσενικού γένους, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς άρθρο ως προσδιορισμός και για γυναίκες. Το θηλυκό κρετίνα χρησιμοποιείται σε ανεπίσημες περιστάσεις μόνο, και μόνο για τη σημασία «καθυστερημένος».
    Αυτή η γυναίκα είναι κρετίνος.
    Άκου τι μου είπε η κρετίνα.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία