↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουροπαλάτης οι κουροπαλάτες
      γενική του κουροπαλάτη των κουροπαλατών
    αιτιατική τον κουροπαλάτη τους κουροπαλάτες
     κλητική κουροπαλάτη κουροπαλάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουροπαλάτης < μεσαιωνική ελληνική κουροπαλάτης < λατινική cura (επιμέλεια, φροντίδα) palatii (γενική ενικού της λέξης palatium: παλάτι)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουροπαλάτης αρσενικό

  • από τον 6ο μέχρι τον 11ο αιώνα ο βασικός διαχειριστής στην αυτοκρατορική αυλή του Βυζαντίου και τιμητικός τίτλος που απονεμόταν σε συγγενείς του αυτοκράτορα και σε σημαντικούς ξένους συμμάχους, μετά σε στρατηγούς, ώσπου έχασε το κύρος του και αντικαταστάθηκε τον 11ο αιώνα από τον τίτλο «πρωτοκουροπαλάτης»

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία