κοντοτιέρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοντοτιέρος < ιταλική condottiere < condotta < λατινική conducta, θηλυκό του conductus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος conduco < con- + duco
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kon.doˈtçe.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ντο‐τιέ‐ρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοντοτιέρος αρσενικό
- (παρωχημένο, ιστορία, επάγγελμα) μισθοφόρος πολεμιστής στην Ιταλία κ.α. κατά τον Μεσαίωνα
- (γενικότερα, παρωχημένο, επάγγελμα) μισθοφόρος
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοντοτιέρος
|