κολόννα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κολόννα | οι | κολόννες |
γενική | της | κολόννας | των | κολοννών |
αιτιατική | την | κολόννα | τις | κολόννες |
κλητική | κολόννα | κολόννες | ||
Απ' όλα τα θηλυκά σε -όνα, όπως εικόνα, με γενική πληθυντικού -όνων, εξαιρούνται τα βελόνα και κολόνα (*). | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κολόννα < μεσαιωνική ελληνική κολόνα[1] / κολώνα[2] / κολόννα[2] < ιταλική colonna [2] [3] < λατινική columna < columen < culmen < πρωτοϊταλική *kolamen < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelH- (ανέρχομαι, ψηλώνω, λόφος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακολόννα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κολόνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία κολόννα
|
- ↑ κολόνα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ 2,0 2,1 2,2 κολώνα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ κολόνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας