Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοκκολιθοφόρο τα κοκκολιθοφόρα
      γενική του κοκκολιθοφόρου των κοκκολιθοφόρων
    αιτιατική το κοκκολιθοφόρο τα κοκκολιθοφόρα
     κλητική κοκκολιθοφόρο κοκκολιθοφόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοκκολιθοφόρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική coccolithophore < αρχαία ελληνική κόκκος + λίθος + φέρω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοκκολιθοφόρο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία