κλοτσημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /klo.t͡siˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλο‐τση‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
κλοτσημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κλοτσάω / κλοτσώ
- ≈ συνώνυμα: λακτισμένος (λόγιο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλοτσημένος
|