κλαπείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κλαπείς & κλαπέντας |
η | κλαπείσα | το | κλαπέν |
γενική | του | κλαπέντος & κλαπέντα |
της | κλαπείσας & κλαπείσης* |
του | κλαπέντος |
αιτιατική | τον | κλαπέντα | την | κλαπείσα | το | κλαπέν |
κλητική | κλαπείς & κλαπέντα |
κλαπείσα | κλαπέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κλαπέντες | οι | κλαπείσες | τα | κλαπέντα |
γενική | των | κλαπέντων | των | κλαπεισών | των | κλαπέντων |
αιτιατική | τους | κλαπέντες | τις | κλαπείσες | τα | κλαπέντα |
κλητική | κλαπέντες | κλαπείσες | κλαπέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίακλαπείς, -είσα, -έν
- (λόγιο) που έχει κλαπεί -χρησιμοποιείται σε καθιερωμένες, τυποποιημένες ή σχετικά επίσημες και επιστημονικές ή γραφειοκρατικές εκφράσεις
- ⮡ τα κλαπέντα ανευρέθησαν και κατασχέθηκαν, οι κλαπείσες εικόνες, η κλαπείσα σωρός, τα κλαπέντα εικονίσματα
- ⮡ κλαπείσα ή απωλεσθείσα επιταγή
- ⮡ Επαναπατρίζονται οι κλαπέντες αρχαιολογικοί θησαυροί
Άλλες μορφές
επεξεργασία- κλαπέντας (με νεότερες καταλήξεις)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία