Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλαπέν ουδέτερο της μετοχής κλαπείς του αορίστου του ρήματος κλέπτω (καθαρεύουσα)

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

κλαπέν