Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κιμπερλίτης οι κιμπερλίτες
      γενική του κιμπερλίτη των κιμπερλιτών
    αιτιατική τον κιμπερλίτη τους κιμπερλίτες
     κλητική κιμπερλίτη κιμπερλίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιμπερλίτης < αγγλική kimberlite < Kimberley (πόλη της Νοτίου Αφρικής, όπου πρωτοβρέθηκε το ορυκτό) < Kyneburga < αγγλοσαξονική cyne- (βασιλικός) + burh (φρούριο) + lēah (ξέφωτο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιμπερλίτης αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία