• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ξέφωτο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξέφωτο τα ξέφωτα
      γενική του ξέφωτου των ξέφωτων
    αιτιατική το ξέφωτο τα ξέφωτα
     κλητική ξέφωτο ξέφωτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ξέφωτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ξέφωτος < μεσαιωνική ελληνική ξέφωτος < ἐκφωτίζω < (ελληνιστική κοινή) ἐκφωτίζω < ἐκ + φωτίζω < αρχαία ελληνική φάος / φῶς < πρωτοελληνική *pʰáos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰéh₂os < *bʰeh₂- (φωτίζω, λάμπω)

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkse.fo.to/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξέφωτο ουδέτερο

  • η περιοχή, μέσα σε δάσος, στην οποία δεν υπάρχουν δέντρα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις φωτίζω και φως

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ξέφωτο
  • αγγλικά : glade (en), clearing (en)
  • γαλλικά : clairière (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ξέφωτο&oldid=5498141"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 22:30

Γλώσσες

    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 22:30.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας