Ετυμολογία

επεξεργασία
κηπίον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κηπίον. Συγχρονικά αναλύεται σε κῆπ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίον.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κηπίον ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κηπίον τὰ κηπί
      γενική τοῦ κηπίου τῶν κηπίων
      δοτική τῷ κηπί τοῖς κηπίοις
    αιτιατική τὸ κηπίον τὰ κηπί
     κλητική ! κηπίον κηπί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κηπίω
γεν-δοτ τοῖν  κηπίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κηπίον < κῆπ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: κηπίον (με υποκοριστική σημασία)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κηπίον, -ου ουδέτερο

  1. συμπλήρωμα, προσθήκη, στολισμός
    χρειάζεται παράθεμα Θουκυδίδης, 2.62
  2. περιβόλι, παρτέρι
  3. (με υποκοριστική σημασία) κηπάκος, μικρός κήπος
     συνώνυμα: κηπίδιον