κηπάκος
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κηπάκος | οι | κηπάκοι |
γενική | του | κηπάκου | των | κηπάκων |
αιτιατική | τον | κηπάκο | τους | κηπάκους |
κλητική | κηπάκο | κηπάκοι | ||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κηπάκος < κήπος + υποκοριστικό επίθημα -άκος
Ουσιαστικό Επεξεργασία
κηπάκος αρσενικό
- μικρός κήπος