Ετυμολογία

επεξεργασία
κηπίν < κηπ(ίον), υποκοριστικό του κῆπος   + υποκοριστικό επίθημα -ίν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κηπίν ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία