Ετυμολογία

επεξεργασία
κεπίν < κηπίν με θέμα κεπ- με αλλαγή [i] > [e] εξ αιτίας ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ποντιακά: κεπίν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κεπίν ουδέτερο



  Ετυμολογία

επεξεργασία
κεπίν < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κεπίν, μορφή του κηπίν < αρχαία ελληνική κηπίον, υποκοριστικό του κῆπος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κεπίν ουδέτερο

  • (Χρειάζεται πηγή λεξικού)