κελεμπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κελεμπία < (άμεσο δάνειο) αραβική جلباب (ǧilbạb)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.leˈbi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐λε‐μπί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίακελεμπία θηλυκό
- (ενδυμασία) είδος φαρδιού και μακριού αραβικού (άσπρου ή γαλάζιου) ρούχου
- (κατ’ επέκταση) οποιοδήποτε ρούχο μοιάζει με κελεμπία