κατοστάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατοστάρα | οι | κατοστάρες |
γενική | της | κατοστάρας | — | |
αιτιατική | την | κατοστάρα | τις | κατοστάρες |
κλητική | κατοστάρα | κατοστάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατοστάρα < εκατοστάρα < εκατοστή + -άρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατοστάρα θηλυκό
- (αθλητισμός) (στο μπάσκετ) λέγεται όταν μία ομάδα πετυχαίνει πάνω από εκατό πόντους
- μοτοσικλέτα που φέρει μηχανή εκατό κυβικών εκατοστών
- λαμπτήρας εκατό βατ
- (παρωχημένο) νυφικό επιστήθιο κόσμημα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κατοστάρα
|