εκατοστάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκατοστάρα | οι | εκατοστάρες |
γενική | της | εκατοστάρας | — | |
αιτιατική | την | εκατοστάρα | τις | εκατοστάρες |
κλητική | εκατοστάρα | εκατοστάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεκατοστάρα θηλυκό
- άλλη μορφή του κατοστάρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκατοστάρα
|