νυφικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νυφικό | τα | νυφικά |
γενική | του | νυφικού | των | νυφικών |
αιτιατική | το | νυφικό | τα | νυφικά |
κλητική | νυφικό | νυφικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νυφικό < ουδέτερο του επιθέτου νυφικός (νυφικό φόρεμα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
νυφικό ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
νυφικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
νυφικό