Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατεβασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κατεβασμέν
ος
η
κατεβασμέν
η
το
κατεβασμέν
ο
γενική
του
κατεβασμέν
ου
της
κατεβασμέν
ης
του
κατεβασμέν
ου
αιτιατική
τον
κατεβασμέν
ο
την
κατεβασμέν
η
το
κατεβασμέν
ο
κλητική
κατεβασμέν
ε
κατεβασμέν
η
κατεβασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κατεβασμέν
οι
οι
κατεβασμέν
ες
τα
κατεβασμέν
α
γενική
των
κατεβασμέν
ων
των
κατεβασμέν
ων
των
κατεβασμέν
ων
αιτιατική
τους
κατεβασμέν
ους
τις
κατεβασμέν
ες
τα
κατεβασμέν
α
κλητική
κατεβασμέν
οι
κατεβασμέν
ες
κατεβασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατεβασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κατεβάζω
Μετοχή
επεξεργασία
κατεβασμένος -η, -ο
που τον έχουν
κατεβάσει
που έχει
μεταφερθεί
σε
κατώτερο
επίπεδο
που
κλίνει
προς τα
κάτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατεβασμένος