κατάρρυτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάρρυτος < αρχαία ελληνική κατάρρυτος < κατά + ῥυτός
Επίθετο επεξεργασία
κατάρρυτος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που αρδεύεται από πολύ νερό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατάρρυτος
|