Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Τριχωνίδα
      γενική της Τριχωνίδας
    αιτιατική την Τριχωνίδα
     κλητική Τριχωνίδα
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τριχωνίδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Τριχωνίς[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τριχωνίδα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)