Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρυάτιδα οι καρυάτιδες
      γενική της καρυάτιδας των καρυάτιδων
    αιτιατική την καρυάτιδα τις καρυάτιδες
     κλητική καρυάτιδα καρυάτιδες
Η παρωχημένη γενική πληθυντικού Kαρυατίδων όπως στο Καρυᾶτις
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρυάτιδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Καρυᾶτις < αρχαία ελληνική Καρύαι < κάρυον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱerh₂- (κεφάλι) < *ḱer (κέρατο) + *-h₂

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ɾiˈa.ti.ða/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρυάτιδα θηλυκό

  1. αρχιτεκτονική, γλυπτική) γυναικείο άγαλμα που χρησιμεύει ως κίονας στηρίζοντας τον θριγκό ενός οικοδομήματος
    ※  Οι δυο εξαιρετικής τέχνης καρυάτιδες από θασίτικο μάρμαρο που αποκαλύφθηκαν μόλις το απόγευμα του Σαββάτου 6 Σεπτεμβρίου στο πλαίσιο της συνέχισης των ανασκαφικών εργασιών στην Αμφίπολη αναμφίβολα εντυπωσιάζουν. (* εφημερίδα Το Βήμα)
    ※  Τα μέλη της διεπιστημονικής ομάδας διαπίστωσαν ότι οι εσωτερικοί βραχίονες των Καρυάτιδων δεν στήριζαν το επιστύλιο κι αυτό γιατί δεν παρατηρούνται σύνδεσμοι μολυβδοχόησης, ούτε επεξεργασία της κάτω επιφάνειας του επιστυλίου ώστε να δικαιολογείται η άποψη της στήριξης. (*)
    ※  Στο Μουσείο έχει ξεκινήσει η εφαρμογή ενός προγράμματος συντήρησης και αποκατάστασης των Καρυατίδων του Ερεχθείου. (*)
  2. (μεταφορικά) λυγερόκορμη γυναίκα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία