καραβάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καραβάνι | τα | καραβάνια |
γενική | του | καραβανιού | των | καραβανιών |
αιτιατική | το | καραβάνι | τα | καραβάνια |
κλητική | καραβάνι | καραβάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καραβάνι < μεσαιωνική ελληνική καραβάνι < περσική کاروان (kârvân)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαραβάνι ουδέτερο
- εμπόροι ή ταξιδιώτες οι οποίοι ταξίδευαν παλαιότερα οδικώς σαν ομάδα, κυρίως για λόγους ασφαλείας
- (μειωτικό) (ειρωνικό) μπουλούκι τουριστών
Δείτε επίσης
επεξεργασία- καραβάνι στη Βικιπαίδεια