ενικός         πληθυντικός  
caravane caravanes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

caravane (fr) θηλυκό

  1. το καραβάνι
  2. (κατ’ επέκταση) (οικείο) σύνολο ανθρώπων ή αντικειμένων που μετακινούνται μαζί
  3. το τροχόσπιτο

Συγγενικά

επεξεργασία